εφυστερώ

εφυστερώ
ἐφυστερῶ, -έω (Α)
1. υστερώ, καθυστερώ («ὅσα ἐφυστερήκει τοῑς καιροῑς», Ιώσ.)
2. γίνομαι ύστερα
3. (με γεν.) μένω πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑστερῶ (< ὕστερος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εφυστέρησις — ἐφυστέρησις, ἡ (Α) [εφυστερώ] καθυστέρηση, υστερότερη έλευση, αναβολή …   Dictionary of Greek

  • εφυστερητικός — ἐφυστερητικός, ή, όν (Α) [εφυστερώ] (ιατρ., για τις βαθμίδες τών προσβολών τού πυρετού που γίνονται σιγά σιγά πιο αραιές) αυτός που καθυστερεί, που συμβάλλει στην καθυστέρηση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”